- μινυρίζοντες
- μινυρίζωcomplain in a low tonepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελισιδωνοφρυνιχήρατα — και δ. γρφ. αρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατα, τὰ (Α) (κωμική λέξη τού Αριστοφ.) σιδωνικά τραγούδια τού Φρυνίχου, τα οποία ήταν γλυκά σαν το μέλι («λύχνους ἔχοντες καὶ μινυρίζοντες μέλη ἀρχαὶα μελισιδωνοφρυνιχήρατα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ., πιθ … Dictionary of Greek